κατασκηνωτής

κατασκηνωτής
ο
θηλ. -ώτρια αυτός που κατασκηνώνει ή που έχει κατασκηνώσει κάπου, ο εγκαταστημένος σε σκηνή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”